‘‘ Κάθε ψυχή που νιώσει πως ο κόσμος χάνεται, έχει υποχρέωση να βάλει το στήθος της μπροστά, να κάμει ότι μπορεί να των σώσει. Έχει πιά ευθύνη. Αν δεν το ήξερε, καμιά υποχρέωση δεν θα ‘χε, καμιάν ευθύνη. Τώρα όμως …’’
Νίκος Καζαντζάκης , Ο Ανήφορος, σελ. 102
Γενιά του Πολυτεχνείου ή baby boomers κατά το αμερικάνικο. Ίσως η πιο τυχερή γενιά νεοελλήνων από συστάσεως του ελληνικού κράτους. Γεννημένοι λίγο μετά τον εμφύλιο, ζήσαμε τα αποτελέσματά του και το τοπίο που δημιούργησε αλλά όχι στο πετσί μας. Σίγουρα όμως στον περίγυρο μας, συγγενικό η κοινωνικό. Και το καταλάβαμε καλά. Αστυνομοκρατία, εποχή της τιμωρίας ως μέσο σωφρονισμού και υπακοής ακόμα και στην εκπαίδευση (‘’Το ξύλο βγήκε από τον παράδεισο’’), αλλά και εποχή που τα παιδιά της επαρχίας – παιδιά γεωργών και κατώτερων δημοσίων υπαλλήλων – άρχισαν να μορφώνονται και να δημιουργούν την νέα αστική τάξη που διαδέχθηκε την μεταλαμπαδευθείσα αστική τάξη της Σμύρνης και της Μικράς Ασίας μετά την καταστροφή του 1922. Ε.Ρ.Ε., Ε.Κ., Βασιλική εκτροπή, 7ετής Χούντα, Πολυτεχνείο, Κύπρος.
Μέσα σ’ αυτό το τοπίο μεγάλωσα και ανδρώθηκα.
Στα Αράπικα, ένα δωμάτιο για αρχή το ’58 που αργότερα έγιναν δύο και στην συνέχεια τρία για 4μελή οικογένεια. Στο 4θέσιο τότε Β’ Δημοτικό Σχολείο, στο 6θέσιο γυμνάσιο Αγίου Νικολάου μέχρι το 1970 (Δ΄ τάξη) και αποφοίτηση το 1972 από το ΙΔ’ 6θέσιο γυμνάσιο Αθηνών στο Κουκάκι, στου Μακρυγιάννη τη γειτονιά. Εισαγωγή το 1972 στο ΕΜΠ και αποφοίτηση το 1977. Όλα αυτά με την στήριξη, την καθοδήγηση, την ζεστή και ήρεμη οικογενειακή φροντίδα των γονιών μου, του Μανόλη και της Τασούλας μαζί με την αδερφή μου Μαριάνθη (Ανθούλα) . Που ήθελαν τα παιδιά τους να σπουδάσουν και να προοδεύσουν. Για να ζήσουν καλύτερα και πιο άνετα από εκείνους. Το εισόδημα ενός χαμηλόμισθου δημόσιου υπαλλήλου – χωρίς άλλα πρόσθετα γεωργικά ή άλλα εισοδήματα – κατάφερε και μας σπούδασε και τους δύο.
Δευτεροετής φοιτητής στα γεγονότα του Πολυτεχνείου. Τακτικός φοιτητής που από τυχαίο γεγονός βρέθηκα έξω από το μεγάλο συμβάν.
Μπήκα στο καμίνι αυτό απολιτίκ και βγήκα με πολιτική άποψη και άποψη για τη ζωή και τον κόσμο. Η έντονη πολιτικοποίηση της εποχής, η ελπίδα για ένα καλύτερο αύριο, η προσμονή για ‘’Ψωμί-παιδεία-ελευθερία’’ μας γαλούχησαν και μας έριξανε στην κοινωνία για να την πάρουμε στις πλάτες μας. Πάντα λέω ότι στο Πολυτεχνείο εκτός από επιστήμονας έγινα και άνθρωπος με σκέψη και συναισθήματα.
Επέστρεψα το 1979 στον Άγιο Νικόλαο παντρεμένος με την Αναστασία Μιγάδη, πτυχιούχο της πρώην ΠΟΕ του ΕΚΠΑ, οικονομικό στέλεχος του ΟΤΕ.
Δημιούργησα ιδιωτικό γραφείο μελετών και κατασκευών ιδιωτικών και δημοσίων έργων (ΑΜ ΤΕΕ 25.691) πάντα σε συνεργασία με άλλους συναδέλφους και άλλες ειδικότητες.
Ήταν εποχή έντονης ανοικοδόμησης και η εξέλιξη του γραφείου μου πολύ καλή.
Όμως η επαγγελματική επιτυχία πολύ σύντομα κατάλαβα ότι δεν μου ήταν αρκετή για να ολοκληρωθώ ως άνθρωπος. Θεωρούσα ότι ως νέος επιστήμονας που επέστρεψα στον τόπο μου (γενέτειρα μου η ΚΟΜΟΤΗΝΗ ελέω ΕΡΕ) θα έπρεπε να δώσω κάτι παραπάνω στην κοινωνία που και γω ζούσα, οικογενειάρχης πλέον .
Έτσι αποφάσισα να συμμετέχω στα κοινά, στα δημοτικά μας πράγματα.
Πρωτοεκλέχτηκα το 1982 ως δημοτικός σύμβουλος . Επιλογή μου να μείνω στα πολιτικά πράγματα του τόπου ως δημοτικός παράγων. Η κεντρική πολιτική δεν ήταν – για πολλούς λόγους – τόσο ελκυστική.
Το 1983 γεννήθηκε κ κόρη μας Αγγελική, Αρχιτέκτων Μηχανικός στην συνέχεια.
Μεγάλο και καθοριστικό ‘’σχολείο’’ της ζωής ήταν η 6ετής θητεία μου ως πρόεδρος του ΘΧΠΛ από το 1993-1999. Μια μοναδική και πολύ αποκαλυπτική εμπειρία για την αξία της υγείας και των ανθρώπινων συμπεριφορών (αρτιμελών και μειονεκτούντων).
Από το 1982 λοιπόν και μέχρι 31/12/2023 που επέλεξα να αποσυρθώ από τα κοινά, έζησα πολλά.
Θεωρώ υποχρέωσή μου να καταγράψω ότι θεωρώ σημαντικό για τον τόπο μας. Ίσως για τους νεότερους να μην αξιολογούνται ως ιδιαίτερα σημαντικά. Αποτελούν όμως ιστορία του τόπου μέσα από τα οποία έχει προκύψει η σημερινή εικόνα του. Και ίσως σε κάποιους, η αναδίφηση στο υλικό του site να δώσει κάποιες ερμηνείες για το σήμερα.
Εξ άλλου είναι γνωστό πως όποιος ξεχνά την ιστορία του τον ξεχνά και κείνη.